- πτωχικός, -ή, -ό
- πτωχικός, -ή, -ό και φτωχικός, -ή και -ιά, -ό1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε φτωχό.2. το ουδ. ως ουσ., το πτωχικό σπίτι, κατάλυμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.